εκτροχίαση

εκτροχίαση
η
1. η ενέργεια τού εκτροχιάζω
2. το αποτέλεσμα τού εκτροχιάζω, η έξοδος από την τροχιά, κυρίως για οχήματα που κινούνται πάνω σε σιδηροτροχιές
3. μτφ. παρεκτροπή, έξοδος από τα όρια τού πρέποντος ή τής ευπρέπειας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εκτροχίαση — η 1. η εκτροπή (βλ. λ.) οχήματος από τις σιδηροτροχιές του. 2. μτφ., η παρέκκλιση από την ευθεία, το παραστράτημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκτροχιασμός — ο η εκτροχίαση …   Dictionary of Greek

  • εκτροχιασμός — ο η εκτροχίαση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”